- υπηρετικώς
- ὑπηρετικῶς ΝΜεπίρρ. βλ. υπηρετικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπηρετικῶς — ὑπηρετικός menial adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρετικός — ή, ό / ὑπηρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε υπηρέτες (α. «υπηρετικό προσωπικό» β. «ἐν ὑπηρετικῇ μοίρᾳ τινί», Πλάτ.) νεοελλ. 1. δουλοπρεπής, δουλικός («υπηρετική συμπεριφορά») 2. εξυπηρετικός νεοελλ. αρχ … Dictionary of Greek